ξεπουλιάζω

ξεπουλιάζω
1. (για πτηνό) παύω να είμαι νεοσσός, αρχίζω να μεγαλώνω
2. (μτφ. για νέο άνθρωπο) απαιτώ ελευθερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + πουλί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκγλύφω — (AM ἐκγλύφω) καθιστώ κάτι κοίλο με γλύφανο ή εκγλυφίδα μσν. φρ. «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ» τού έβγαλαν τα μάτια) αρχ. εκκολάπτω, ξεπουλιάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεπούλιασμα — το [ξεπουλιάζω] 1. ο καιρός κατά τον οποίο οι νεοσσοί εγκαταλείπουν τις φωλιές τους 2. ο νεοσσός που εγκαταλείπει τη φωλιά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”